Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

Σαν τον καπνό της ψυχής μας...


"Αφήνω πίσω, θυμούς και κακίες μα νοσταλγώ την φαντασία των ψεύτικων καλών ονείρων, που ηρεμούν τις άγριες αισθήσεις μου, που χτυπήθηκαν σκληρά και ασταμάτητα μέχρι που και αυτές έπαψαν να αισθάνονται..."

Κάπου το διάβασα αυτό και μου έμεινε...Όντως αυτά που συνήθως νοσταλγούμε ειναι "ψεύτικα" και "καλά".Και τις περισσότερες φορές τα νοσταλγούμε για μια ζωή απλά γιατί ποτέ δεν τα αποκτούμε.Ο Coelho έγραψε "Όταν θέλεις κάτι πολύ όλο το σύμπαν συνομωτεί για να το αποκτήσεις...".Που είναι όμως αυτο το "όλο" το σύμπαν όταν θέλουμε κάτι; Πιο εφικτό είναι να πιστέψω πως κάποιος -μόνος του- συνομωτεί για να μην αποκτήσω αυτό που θέλω παρά πως ΟΛΟ το σύμπαν για να το αποκτήσω!

Το θέμα είναι όμως ότι εκεί που μας πληγώνουνε άγρια,εκεί γυρνάμε πάλι.Αφήνουμε ανθρώπους που μας αγαπάνε και κυνηγάμε αυτούς που μας πληγώνουνε...Σχεδόν πάντα αυτό γίνεται! Γιατι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ένα από το άλλο; Ίσως...Ίσως και γιατί φοβόμαστε να τα ξεχωρίσουμε.Ίσως γιατί φοβόμαστε να πιστέψουμε πως κάποιος μας αγαπάει αληθινά.Πως κάποιος μπορεί να δώσει τα πάντα -για ποιόν;- για μας.Και όταν έρχεται η αγάπη την διώχνουμε μακριά μας.Όπως ο άνεμος που φυσάει και κάνει την θάλασσα να γεμίζει κύμματα...Και κάνει τον ουρανό να γεμίζει σύννεφα...Και κάνει τους δρόμους να γεμίζουν σκόνη...Έτσι και εμείς "φυσάμε" μακριά το αληθινό συναίσθημα όχι από φοβο ως προς τον άλλον..Αλλά απο μη εμπιστοσύνη ως προς τον εαυτό μας.Δεν εμπιστευόμαστε το είναι μας.Δεν δεχόμαστε πως κάποιος μπορεί να δώσει τα πάντα για μας δίχως να μας εξαπατήσει στο τέλος.Παίρνουμε κάτι πέρα για πέρα αληθινό ως ψέμα και επιλέγουμε να έχουμε δίπλα μας κάτι που ΗΔΗ ΞΕΡΟΥΜΕ πως είναι ψεύτικο...Ανθρώπινες αδυναμίες...Ανθρώπινα λάθη...

Και στο τέλος βρισκόμαστε καθισμένοι σε μία καρέκλα..Και κοιτάμε τον καπνό ενός τσιγάρου καθώς ανεβαίνει ψηλά και χάνεται...Σαν τον καπνό της ψυχής μας...Χάνεται όσο ανεβαίνει...Γιατί εμείς και μόνο εμείς επιλέγουμε κάτι φαινομενικώς όμορφο μα εσωτερικώς άδειο...Και μάλιστα με επίγνωση του τι κάνουμε...


Loneliness...


Είναι κάποιες στιγμές που θα ήθελα να βρεθώ μόνη...Σε μια παραλία...Με την βροχή να πέφτει χωρίς σταματημό και να παίρνει μαζί της και τα δάκρυα μου.Να μην ξεχωρίζουν τα δάκρυα απο τις σταγόνες της βροχης,να γίνονται ένα.Να μην μπορεί κανένας να δει τον πόνο μου...Να μην μπορεί κανένας να διαγνώσει αυτά που κρύβω μέσα μου.Κανένας...
Ένα μείγμα στεναχώριας και λύπης...Απογοήτευσης και άγνοιας...Άγνοια για το συναίσθημα που νιώθω κάποιες στιγμές.Άνθρωπος το δημιουργεί και απο άνθρωπο προσπαθώ να το κρύψω...Δεν είναι ειρωνία;
Γιατί μια αγάπη να μας φέρνει πάντα στο σημείο να αφήνουμε τον εαυτό μας και να ζούμε μόνο για εκείνη; Γιατί ένας άνθρωπος να μπορεί να μας προκαλέσει τόση μεγάλη ευτυχία μόνο με το που ακούμε την φωνή του; Γιατί ΜΟΝΟ ένα μήνυμα στο κινητό να μπορεί να μας κάνει να χαμογελάσουμε;
Ενθουσιασμός...Έρωτας...Αγάπη...Τρεις έννοιες που συγχέονται μεταξύ τους.Ο ενθουσιασμός κρατάει λίγο και είναι αυτός που φέρνει τον έρωτα...Ο έρωτας είναι αυτός που μετά απο λίγο γίνεται η βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί η αγάπη...Αγάπη...Το υπέρτατο συναίσθημα...
Η αγάπη μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε τα πάντα.Το κακό όμως είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι σίγουρο.Μέσα στην αγάπη δεν χωράνε λάθη.Η ίδια η αγάπη όμως είναι συναίσθημα των ανθρώπων...Και άνθρωπος αλάνθαστος δεν υπάρχει.Επίσης δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς εγωισμό...Και απο κει ξεκινάνε όλα.Στην αγάπη δεν χωράει εγωισμός.Γιατί "Όταν ο εγωισμός μπαίνει από την πόρτα η αγάπη βγαίνει από το παράθυρο".
Το μόνο συναίσθημα νομίζω που σε κάνει να ακροβατείς μεταξύ της ατέλειωτης ολοκλήρωσης αλλά και της υπέρτατης δυστυχίας.Ο άνθρωπός σου...Η καλύτερα αυτός που αποκαλούσες άνθρωπό σου...Μπορεί εκεί που σου δίνει ατέλειωτη χαρά...Εκεί που σε κάνει να πετάς στα σύννεφα...Να σε ρίξει στο κενο με μια κουβέντα..Μια λέξη..Ένα βλέμμα..Η και χωρίς καν να κάνει τίποτα.Απλά με μια διαπίστωση...Απλά με μια συνειδητοποίηση...
Γιατί να μην είναι όλα ρόδινα όπως όταν είμασταν παιδιά; Γιατί κάποιοι να λένε "Σ'αγαπάω" και να μην το εννοούν; Μια τόσο μεγάλη λέξη μπορεί να υποβιβαστεί τόσο μα τόσο πολύ.
Αγαπάω κάποιον γιατί νιώθω γι'αυτόν κάτι που δεν μπορώ να νιώσω ούτε για τον εαυτό μου.Κάτι ανώτερο και απ'αυτό που μπορώ να νιώσω για μενα...Γιατί νιώθω ότι μπορώ να του δώσω τα πάντα χωρίς να μου δώσει τίποτα...Γιατι ΘΕΛΩ να του δώσω τα παντα μόνο και μόνο για να τον δω ευτυχισμένο...Για να τον δω να χαμογελάει...Ίσως για να τον δω να ΜΟΥ χαμογελάει...Για να νιώσω ικανοποίηση.Μια ικανοποίηση που μόνο η αγάπη μπορεί να μου προσφέρει.Ικανοποίηση γιατι ΔΙΝΩ ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΠΑΡΩ...Μα νιώθω υπέροχα...Ικανοποίηση γιατί αγαπάω ίσως δίχως να μ'αγαπούν μεν,μα εγώ βγάζω από μέσα μου συναισθήματα που κάνουν χαρούμενο αυτόν που έχω απέναντι μου...
Αχ γιατί να σ'αγαπώ δίχως να ξέρω το γιατί; Γιατί να υπάρχεις μέσα μου δίχως καν να σε γνωρίζω ολοκληρωτικά; Γιατί να σου εμπιστεύομαι τα πάντα,έστω και αν ξέρω πως μπορεί να τα χάσω όλα κάποια στιγμη αν με προδώσεις; Γιατί...; Μου λες;

Πες μου γιατί. . .


Πες μου γιατί
να 'ναι όλα άσχημα μακριά σου
Πες μου γιατί
να μου λείπει τόσο η αγκαλιά σου
Πες μου γιατί
τριγυρίζεις μέσα στο μυαλό μου
Πες μου γιατί
δεν αντέχω πια τον εαυτό μου.

Σε μπαρ και σε μοτέλ
σε λεωφόρους σε πεζοδρόμια
Ψάχνω για να βρω
μάτια με τα δικά σου όμοια

Σε μπαρ και σε μοτέλ
για να πειστώ πως σε ξεπέρασα
είχα τον παράδεισο
και τό 'μαθα όταν σ' έχασα

Πες μου γιατί
όλα να θυμίζουνε εσένα
η σιωπή
τα ρούχα πού 'ναι πεταμένα

Πες μου γιατί
τριγυρίζεις μέσα στο μυαλό μου
Πες μου γιατί
δεν γνωρίζω πιά τον εαυτό μου.


Γιατί εκεί που όλα είναι καλά ΠΑΝΤΑ κάτι να χαλάει?
Γιατί οι άνθρωποι να μην κρατάνε τις υποσχέσεις τους?
Γιατί όλα τα καλά να τελειώνουν γρήγορα?
Γιατί να μπορεί ένας άνθρωπος που έμεινε μαζί μας για λίγο να μπορεί να μας καθορίσει για την υπόλοιπη ζωή μας?
Γιατί τα πράγματα να παίρνουν πάντα την όψη που κάποιοι θελήσανε?
. . .
Γιατί τόσα αναπάντητα γιατί?
. . .
Γιατί?

<<Σ'αγαπάω...Μ'ακούς?>> . . . Το Μονόγραμμα

Το μονόγραμμα


Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,

μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"

Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας

Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από

τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή

σεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες

Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει

Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ

Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ

Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό

Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο

Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο

Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς

Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς

Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς

Μαχαίρι

Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς

Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς

Είμ’εγώ,μ’ακούς

Σ’αγαπώ,μ’ακούς

Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ

Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς

Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες

Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς

Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς

Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς

Τών ανθρώπων

Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς

Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς

Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς

Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων

βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω

Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους

Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς

Τής αγάπης

Μιά γιά πάντα τό κόψαμε

Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς

Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς

Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας

Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς

Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς

Μές στή μέση τής θάλασσας

Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς

Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου,άκου

Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;

Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς

Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς

Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους

Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού

Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου

Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω

Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει

Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι

Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα

Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο

Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά

Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου

Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό

Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο

Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής

Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή

Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει

Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο

Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική

Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη

Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο

Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση

Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη

Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα

Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα

Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά

τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί

Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει

Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί

Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί

Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι

Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί

νεογέννητο

Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό

και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.


Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>